- ζαλωτής
- ζαλωτής, ὁ (Α)(δωρ. τ.), βλ. ζηλωτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζηλωτής — ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) [ζηλώ] 1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.) 2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής 3. πληθ. οι ζηλωτές ( αί) οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι… … Dictionary of Greek